- ἔμπλευρος
- ἔμπλευρος, ον,A with large sides,
ἀθλητής Ph.1.70
(v.l. εὔπ-); τράγοι Gp.18.9.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀθλητής Ph.1.70
(v.l. εὔπ-); τράγοι Gp.18.9.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμπλευρος — ἔμπλευρος, ον (AM) αυτός που έχει μεγάλες, ισχυρές πλευρές … Dictionary of Greek
ἐμπλεύρους — ἔμπλευρος with large sides masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek